- ανομοιόπτωτος
- -η, -ο(γραμμ.), αυτός που δεν είναι όμοιος με άλλον στην πτώση: Ανομοιόπτωτος προσδιορισμός λέγεται εκείνος στον οποίο το κατηγορούμενο (ή άλλος προσδιορισμός) είναι σε πτώση διαφορετική από το προσδιοριζόμενο, όπως λ.χ. «ταξίδεψα με το πλοίο Κανάρης», αντί «ταξίδεψα με το πλοίο Κανάρη».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.